παλιόσπιτο

παλιόσπιτο
το (Μ παλαιόσπιτον)
παλιό και φθαρμένο σπίτι
νεοελλ.
1. σπίτι μικρής αξίας
2. οίκος ανοχής, πορνείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο)- (βλ. λ. παλαιο-) + σπίτι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παλιόσπιτο — το 1. παλιό ή μικρής αξίας σπίτι: Ένα παλιόσπιτο ήταν το μόνο καταφύγιο (Ψυχάρης). 2. μτφ., οίκος ανοχής, πορνείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παλαιο- — και παλι(ο) (ΑΜ παλαιο ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. παλαιός και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είναι αρχαίο (πρβλ. παλαιογενής) ή έγινε πριν από πολλά χρόνια (πρβλ. παλαιόκτητος) ή οπισθοδρομικό, συντηρητικό… …   Dictionary of Greek

  • παλαιόσπιτον — παλαιόσπιτον, τὸ (Μ) βλ. παλιόσπιτο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”